ἀκέφαλα

ἀκέφαλα
ἀκέφαλος
headless
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • δίθυρα — Γένος μαλακίων που το σώμα τους είναι κλεισμένο σε όστρακο με δύο θυρίδες. Στη συστηματική ζωολογία, ο όρος δ. είναι συνώνυμος με τα ακέφαλα και ελασματοβράγχια. * * * τα (AM δίθυρα) βλ. δίθυρος …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοφόρος — ο 1. αυτός που έχει κεφαλή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. τα κεφαλοφόρα κατηγορία ασπόνδυλων μαλακίων στα οποία είναι εμφανής η χωριστή κεφαλή, σε αντίθεση προς τα ακέφαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + φόρος (< φέρω). Η λ. κεφαλοφόρα (μαλάκια) …   Dictionary of Greek

  • βραχιονόποδα — Θαλάσσιοι οργανισμοί με δίθυρο όστρακο, που ζουν μόνιμα στον βυθό. Κάποτε τους θεωρούσαν ομοταξία των μαλακιοειδών, σήμερα όμως ταξινομούνται ως ιδιαίτερο φύλο. Στο παρελθόν γινόταν σύγχυση ανάμεσα στα β. και τα ακέφαλα μαλάκια (ελασματοβράγχια)… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Μεσαιωνικό Λεμεσού (Κύπρου) — Η παλαιότερη αναφορά του κάστρου της Λεμεσού, το 1228, αφορά κατά πάσα πιθανότητα ένα παλαιό βυζαντινό κάστρο ή κάποιο άλλο που το αντικατέστησε κατά την πρώιμη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Τη σημερινή του μορφή έλαβε μετά την οριστική κατάληψη της …   Dictionary of Greek

  • ακέφαλος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κεφάλι: Υπάρχουν ζώα ακέφαλα. 2. αυτός που δεν έχει αρχηγό: Το κράτος είχε μείνει ακέφαλο. 3. αυτός που δεν έχει αρχή: Το χειρόγραφο που βρέθηκε είναι ακέφαλο. 4. (αρχαία μετρ.), στίχος του οποίου το πρώτο πόδι αρχίζει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”